ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Ο Τέκτων Ευάγγελος Παπανούτσος (1900 - 1982)

του Ν. Δ. Μ.

Βαριά η ευθύνη που αναλαμβάνει κανείς να μιλήσει για πνευματικούς ανθρώπους, που οι αγωνίες και έργα τους σε πάθος, δύναμη και στοχασμό, ξεπερνούν το κοινά μέτρα. Συχνά την πνευματική ζωή του τόπου μας την σημάδεψαν φωτισμένοι άνθρωποι, που το πολύμαχο και πολυδιάστατο έργο τους, ανέλαβαν ή θα αναλάβουν να κρίνουν οι ειδικοί μελετητές.

Ασφαλώς αυτό θα μείνει μια μέρα και άρχισε ήδη για το έργο του Ευάγγελου Παπανούτσου που έφυγε από τον κόσμο μας στις 2 Μαΐου του 1982. Για ένα τέτοιο έργο που καλύπτει 60 χρόνια ακάματης δράσης στον πνευματικό ελληνικό ορίζοντα, η συναίσθηση της ευθύνης όποιου αναλαμβάνει την παρουσίασή του, έχει διπλή “βαρύτητα” από την μία τον περιορισμένο χρόνο μιας ομιλίας κι από την άλλη, την ελλειπτική εξειδίκευση του ομιλητή σε ένα πολυδιάστατο σαν κι αυτό έργο.

Έχω την ελπίδα, πως η ψυχή του  έτσι ίσως οραματίστηκε την αθανασία της. Γόνιμη μνήμη του έργου του.

Γεννημένος στον Πειραιά το 1900, σπούδασε στη συνέχεια θεολογία, φιλοσοφία και παιδαγωγικά στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Βερολίνου, Παρισίων, Τυβίγγης κα 19 μόλις χρόνων πήρε το πτυχίο της θεολογίας. Έτσι πνευματικά εξοπλισμένος θα ξεκινήσει την πολυσχιδή σταδιοδρομία του. Καθηγητής στη Μάνη πρώτα και για 10 χρόνια στο Αβερώφειο γυμνάσιο Αλεξανδρείας της Αιγύπτου.

Σ’ εκείνο τον τόπο που στάθηκε λαμπάδα του ελληνικού πνεύματος στους αλεξανδρινούς χρόνους και που στα χρόνια εκείνα (1921- 31) έσφυζε από το ελληνικό στοιχείο, ο Ευαγ. Παπανούτσος ξαναζωντάνευε τον ελληνικό στοχασμό με τον παλμό και το πνεύμα μιας πρωτοφανέρωτης ανανεωτικής πνοής, στο χώρο της παιδείας. Εκείνη την εποχή μυείται στον τεκτονισμό στην Στ. “Μέγας Αλέξανδρος” στην Αλεξάνδρεια.

Στην ηλικία των 31 χρόνων τα μάτια του στοχασμού του είχαν μείνει πιο οξυδερκή, τόσο, ώστε να βλέπουν το κάλεσμα των καιρών. Και γίνεται σκαπανέας ενός νέου διδασκαλικού ύφους και ήθους.

Υπηρετεί ως διευθυντής και υποδιευθυντής από το 1931-1944 στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες Μυτιλήνης, Αλεξανδρούπολης, Ιωαννίνων, Αθηνών, Τριπόλεως και Πειραιώς.

Και εκεί στη Μυτιλήνη που οι διανοούμενοί της ανήκαν  στο νέο εκπαιδευτικό κίνημα, τον δέχτηκαν ανεπιφύλακτα γιατί είδαν από την πρώτη κιόλας στιγμή το πάθος που σφυρηλατούσε το νέο εκείνο παιδαγωγό για ένα ανθρωπιστικό σχολείο που θα χάριζε στους τροφίμους του ένα πρωτόγνωρο πλούτο ψυχής, κρατώντας πάντα τα μάτια τους ανοιχτά στο καλό και στην ομορφιά.

Φυσικά όπως είναι γνωστό σε όλους, ο αγώνας δεν ήτο εύκολος, ο δρόμος του δεν περνούσε μόνο τον κάματο. Είχε ανηφοριές τραχιές και αγκάθια. Και εκείνος τραβούσε το ανηφόρι της καρδιάς και του νου του, με μόνο φως την νέα παιδεία σπουδαστών κα δασκάλων. Τη δίψα για τη σωστή μόρφωση, αυτή που αναζητεί μέσα από την φλούδα των καρπών, τη γνώση. Τον ανέσπερο πυρήνα της αλήθειας, της ομορφιάς του καλού. Είχε πια δει από κοντά, στην σχολική πράξη το μεγάλο αίτημα της παιδείας σαν αληθινός παιδαγωγός. “Η της διανοίας όψις ήρξατο οξύ βλέπειν” και μπήκε και στις πρώτες γραμμές με το προνόμιο και το σταυρό του αγώνα, όπως ο ίδιος γράφει στο ημερολόγιό του, για την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

Δεκατρία χρόνια από το 1931 έως το 1944 εργάστηκε ως παιδαγωγός των δασκάλων μας, στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Εδώ ας σταθούμε για λίγο προτού τον ακολουθήσουμε στην άλλη πορεία του, αυτή που τον κάνει γνωστό στο ευρύτερο κοινό τόσο της χώρας μας, όσο και των διανοουμένων της Ευρώπης και της Αμερικής. Αξίζει να αναφερθεί μια στιχομυθία που σήμερα θα προκαλούσε θυμηδία ενώ για τα χρόνια εκείνα του 1937 ήταν “ενεδρεύων κίνδυνος”. Τη μεταφέρω αυτούσια από το ημερολόγιό του. Ο τότε υπουργός Παιδείας επισκέφθηκε τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα (τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών) για να του συστήσει να προσέχει τον Παπανούτσο που υπηρετούσε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ιωαννίνων. Εκείνος του απάντησε με το γνωστό του χιούμορ. Δεν έχετε μερικούς άλλους σαν τον Παπανούτσο να μου τους στείλετε στην Ήπειρο, για να δει φως η επαρχία μου;

Λίγοι ήταν όμως αυτοί που έστρωναν με ρόδα τον δρόμο του. Εκείνος παρ’ όλες τις ταλαιπωρίες που τυραννούσαν το σώμα αλλά περισσότερο την ψυχή του, βυθίζοντάς τον συχνά σε απελπισία, τραβούσε τον δρόμο του μορφώνοντας τους μελλοντικούς δασκάλους των παιδιών του λαού. Κι ήταν η μόρφωση που τους πρόσφερε με τη σωστή σημασία της έννοιας “μορφώνω”. Η λέξη πρόσφερε δεν αποδίδει σωστά την προσπάθεια, γιατί ήταν ένα καινούργιο φως που έριχνε στην ψυχή τους, το φως του αληθινού δάσκαλου, του ιεροφάντη και λειτουργού, που ετοιμάζει την ψυχή των μαθητών να ανοιχθεί στο θαύμα του κόσμου με ευφροσύνη και στοχασμό. Να ξεπεράσουν τη δουλική μίμηση της ξερής γνώσης να ανακαλύψουν μέσα από αυτήν, εκείνα τα στοιχεία που θα γονιμοποιήσουν το πνεύμα τους σε νέες μορφές ζωής και ήθους.

Το 1944 σταματά το ειδικό παιδαγωγικό του έργο και για τελευταία φορά είναι διευθυντής στη Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία Πειραιώς.

Η απελευθέρωση από τη Γερμανική κατοχή τον βρίσκει Γενικό Διευθυντή του υπουργείου Παιδείας έως το 1945. Κι αρχίζει δειλά η πρώτη κυοφορία ενός εκπαιδευτικού ονείρου που είχε σχηματίσει πριν από χρόνια με τα μέλη του γνωστού εκπαιδευτικού ομίλου. Η πρώτη αυτή προσπάθεια, δεν κρατάει πολύ, μένει πάλι ένα όραμα. Το 1947 σε ένα άλλο αγώνα πρωτεργάτης και εμπνευστής θα ξεχωρίσει. Διδάσκει στον περίφημο Μορφωτικό σύλλογο “Αθήναιον” φιλοσοφία, ψυχολογία, παιδαγωγικά και κοινωνιολογία. Σκοπός του, όπως κι’ όλου αυτού του μορφωτικού ιδρύματος, είναι η μόρφωση όλων των Ελλήνων, η παιδαγωγία του λαού με όλο το βάθος και το πλάτος του όρου. Θα μπορούσε κανείς να πει, χωρίς να κινδυνεύσει να παρεξηγηθεί από πολλούς, ότι ο Ευάγγελος Παπανούτσος πίστευε πως ήταν ο “κλητός” μιας αόρατης επιταγής που τον προόριζε να αναλώνεται συνέχεια στο έργο του. Ακούραστος, με μια δύναμη και διαύγεια εκπληκτική, σαν από θεία δωρεά, μίλαγε, έγραφε, στοχαζόταν. Τα περίφημα μαθήματά του, “η ηθική συνείδηση και τα προβλήματά της” με εκείνη την δύναμη του πνεύματος και τη ζεστασιά της ψυχής του, μυούσε στην ηθική φιλοσοφία απλά, αφήνοντας τους διαλογισμούς να ξετυλίγονται φωναχτά. Χωρίς να εκλαϊκευθεί, απλοποιούσε τα προβλήματα, πράγμα τόσο δύσκολο και επικίνδυνο για πολλούς, ένα φυσικό κεφάλαιο του πνεύματος.

Η μεγάλη ώρα πλησιάζει. Τα έτη 1963 - 1965 συμμετέχει ενεργά στην ετοιμασία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ως Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας, με καθιέρωση της δημοτικής, μετάφραση της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στο γυμνάσιο και νέο σύστημα εισιτηρίων εξετάσεων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Ποιός δεν θυμάται εκείνο, το ακαδημαϊκό απολυτήριο που οι υποψήφιοι όλων των σχολών έδιναν εξετάσεις και σε μαθήματα γενικής παιδείας;

Αλλά η ιδέα δεν καρποφόρησε για πολύ. Πολέμιοι μέσα από το ίδιο εκπαιδευτικό χώρο κατασυκοφαντούν την μεταρρύθμιση κα πείθουν. Ο σπόρος όμως είχε πέσει. Ακόμα και οι φανατικότεροι πολέμιοι μέσα και έξω από τον εκπαιδευτικό κόσμο άρχισαν να βλέπουν καθαρότερα, να ανακατασκευάζουν, να συζητούν, να αναθεωρούν παλιές ακραίες θέσεις.

Τα έτη 1974 - 1977 ως βουλευτής επικρατείας δουλεύει ακούραστα για το παλιό του όραμα. Όταν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής και ανέπτυξε το εκπαιδευτικό νομοσχέδιό του, προκάλεσε βαθύτατη εντύπωση σε όλες τις πτέρυγες.

Η αγόρευσή του ήταν λαμπρό δείγμα υψηλού, ήρεμου, υπερκομματικού, πατριωτικού ύφους και ήθους όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος.

Αργότερα του απονεμήθηκε (1980) ο ανώτατος τίτλος πνευματικού ανθρώπου της χώρας μας. Εκλέχθηκε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Αναφέρθηκα όσο μου επέτρεψε ο περιορισμένος χρόνος μιας ομιλίας στην εκπαιδευτική δράση του Ευάγγελου Παπανούτσου, στις αγωνίες του για μια παιδεία ανθρωπιστική συζευγμένη σοφά με το κλασσικό πνεύμα και τα αιτήματα των καιρών του σύγχρονου κόσμου, γιατί το ίδιο αγωνιστική υπήρξε η δράση και στο χώρο της τεχνικής παιδείας. Είναι γνωστή η δημιουργική πνοή που έδωσε ως ιδρυτής και οργανωτικό μέλος του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Σχολές Δοξιάδη) στην τεχνική εκπαίδευση. Σκοπός του τότε στάθηκε να κρατήσει την επιστημονική σοβαρότητα στο χώρο της ιδιωτικής τεχνικής εκπαίδευσης, όταν στην Αθήνα το 1958 φύτρωναν παντού ιδιωτ. τεχν. σχολές, συχνά αδίστακτων εμπόρων της λαχτάρας των παιδιών για τεχνικές σπουδές. Σε ένα δοκίμιό του με τον τίτλο “Δύναμη ψυχής” χαρακτήριζε “ακαταπόνητους δουλευτάδες” εκείνους τους πνευματικούς ανθρώπους που παρουσίασαν ως το τέλος της ζωής τους, σιδερένια σωματική και πνευματική αντοχή, αφήνοντας έργο ποσοτικά και ποιοτικά μεγάλο. Μέσα σ’ αυτούς μπορεί να συμπεριληφθεί και εκείνος, γιατί το συγγραφικό έργο του είναι ογκώδες, πολυσχιδές που και μόνο να το καταμετρήσει κανείς, αναρωτιέται πως μπορούσε να μακραίνει το χρόνο της δουλειάς πέρα από τα φυσικά ανθρώπινα μέτρα. Το έργο του, ένα πέλαγος στοχασμού και προβληματισμού, μπορεί σε αδρές γραμμές, τυπικά και μόνο (γιατί στη σκέψη, στη στάση ζωής και στην ίδια την επιστήμη δεν υπάρχουν στεγανά) να χωριστεί στο καθαρά φιλοσοφικό και στο φιλολογικό - εκπαιδευτικό. Το πρώτο, το φιλοσοφικό, το πραγματεύεσαι ύστερα από βαθιά γνώση των Ευρωπαίων φιλοσόφων και των φιλοσοφικών ρευμάτων του 19ου και του 20ου αιώνα με ένα βλέμμα κριτικό, στοχαστικό, παίρνοντας θέση απέναντι στα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα, φωτίζοντας όλα τα ερευνητικά πεδία της φιλοσοφίας, το γνωσιολογικό, το ηθικό, το αισθητικό. Αναφέρω συνοπτικά στην θαυμάσια τριλογία Γνωσιολογία, Ηθική, Αισθητική.

Η άλλη τριλογία φιλοσοφικών προβλημάτων με τίτλους: “το θέμα του ωραίου”, “ηθικός βίος”, “επιστήμη και φιλοσοφία”. Κι ακόμα φιλοσοφικά προβλήματα, Νεοελληνική φιλοσοφία, εισαγωγή στη φιλοσοφία της θρησκείας και τόσα άλλα μελετήματα φιλοσοφικού περιεχομένου. Εκεί αναδεικνύεται ο φιλοσοφικός στοχασμός του που χαρακτηρίζει ένα πνεύμα κι ένα ρυθμό σκέψης σοβαρό υπεύθυνο. Με διάθεση όχι απλά ιστορική και πληροφορική μας φέρνει κοντά στα δύσκολα προβλήματα και με ένα τρόπο οικείο, ξυπνά στους αναγνώστες το φιλοσοφικό έρωτα, εκείνη την ασίγαστη λαχτάρα του ανθρώπου να κρατιέται σε εγρήγορση. Μα και τα ελάσσονος τόνου φιλοσοφικά βιβλία του που τον έκαναν γνωστό και με πολλές εκδόσεις στο ευρύτερο κοινό στη δεκαετία του 60 υπήρξαν καρπός παιδαγωγικής ευθύνης. Η “πρακτική φιλοσοφία”, “η κρίση του πολιτισμού μας”, “οι δρόμοι της ζωής”, “το δίκαιο της πυγμής”, “ο νόμος και η αρετή”, “τα μέτρα της εποχής μας”, είναι βιβλία μιας βιοσοφίας που στέκει κοντά στο σημερινό άνθρωπο με τα αγωνιώδη προβλήματα συμπαραστάτης και οδηγός, σαν τους παλιούς σοφούς που τριγυρνούσαν στον κόσμο και φώτιζαν και προβλημάτιζαν. Κι όλα αυτά γραμμένα σε μία γλώσσα την απλή δημοτική.

Γιατί ο Ευάγγελος Παπανούτσος θρεμμένος με την αρχαία γλώσσα, μύστης βαθύς, της εξελικτικής πορείας της, ήξερε καλά πως η γλώσσα δεν είναι ένα εργαλείο να επισκευαστεί εάν χάλασε ή σκούριασε με τον καιρό αλλά η ίδια η ψυχή ενός πανάρχαιου λαού, μέσω της έκφρασης του πνεύματος και των συναισθημάτων του, σ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία του, παλλόμενο και εξελισσόμενο μαζί του και κανείς δεν είχε το δικαίωμα να την πισωγυρίσει αλλά και να την βιάσει στο όνομα ενός τυπικού εκσυγχρονισμού της.

Λίγο πριν από το θάνατό του σε μια ώρα απελπισίας και ορμής θα γράψει: ποτέ δεν κινδύνευε τόσο η δημοτική, όσο σήμερα, όχι από τους εχθρούς της αλλά από τους φίλους της.

Πίστεψε όσο λίγοι στην ανθρωποπλαστική δύναμη του αρχαίου ελληνικού πνεύματος γι’ αυτό και ασχολήθηκε συστηματικά με μελέτες και μεταφράσεις αρχαίων κειμένων. Εξέδωσε 100 τόμους αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Μας χάρισε τη μετάφραση με εισαγωγή και σχόλια του “Φαίδωνα”, το θαυμάσιο έργο “το θρησκευτικό βίωμα στο Πλάτωνα”. Σε ένα έργο τόσο μεγάλο σε όγκο και ποικιλία είναι δύσκολο κανείς να αναφερθεί πλατιά για τους λόγους που εξήγησα στην αρχή. Κι’ ακόμα, κανείς δεν διατείνεται ότι οι ειδικοί μελετητές του δεν θα κρίνουν, θα ανανεώσουν ή θα συμπληρώσουν πολλά από τα έργα του, τις ιδέες του, τους οραματισμούς του. Άλλωστε κι ο ίδιος αυτό ζητούσε.

“Εκείνο που πραγματικά αξίζει είναι όχι το να πληροφορηθεί κανείς και να αποδεχθεί λύσεις , όσο να προχωρήσει στις δικές του” έγραφε. Αυτό όμως που δεν θα μπορούσε κανείς να συμπληρώσει ή ν’ αρνηθεί από τους μελετητές του είναι ο οίστρος του, το πάθος του για την παιδεία και τη γλώσσα. Αυτό διαπνέει όλο το έργο του και τους αγώνες του που γίνονται απ’ αυτό και γι’ αυτό έντιμοι, ανιδιοτελείς, “διαφανείς αδωρότατοι”. Ο Ε. Παπανούτσος είχε το πάθος του δασκάλου και έτσι κερδίζει την πνευματική αθανασία.

Για να γίνει γνωστό σε κάποιες λεπτομέρειες το παιδαγωγικό όραμα του για το ιδανικό σχολείο και το δάσκαλο θεώρησα προσφορότερο να αναφερθώ σε κάποια αποσπάσματα μόνο σε ένα από τα βιβλία του, “Φιλοσοφία και παιδεία” όπου γράφει: ένας από τους υψηλούς σκοπούς της παιδείας είναι να ενσταλάξει βαθιά στις ψυχές των νέων το συναίσθημα της ευθύνης. Ευθύνης στον κόσμο του στοχασμού στη σφαίρα της δράσης. Αληθινός δάσκαλος δεν είναι ούτε ο δογματικός με την ακαμψία του, ούτε ο ρομαντικός με την αναρχία του, αλλά ο κριτικός που συνδυάζει την ελευθερία και την πειθαρχία.

Μια δημιουργική πολιτεία να θεμελιώνεται πάνω στην αρχή της ισοπολιτείας, της δικαιοσύνης κα της λαϊκής κυριαρχίας, όχι μόνο δεν πρέπει να φοβάται ένα σχολείο που καλλιεργεί αρετές σαν την ελευθερία, την κριτική σκέψη και το συναίσθημα της ευθύνης, αλλά σε ένα τέτοιο και μόνο σχολείο μπορεί να εμπιστεύεται τους νέους, βέβαιος ότι θα διαπλάσει πολίτες πνευματικά και ηθικά αυθύπαρκτους. Μόνο με αυτές τις παιδευτικές προϋποθέσεις θα πραγματοποιηθεί ο υψηλός σκοπός της παιδείας: η αδιάκοπη συνέχεια της ιστορίας του πολιτισμού μας και η διαρκής ανανέωση του ανθρώπου.

Γράφει παράλληλα: “ένας πιστός κι εγκάρδιος φίλος μου πρότεινε να ακολουθήσω το παράδειγμα του Αισχύλου. Όπως εκείνος παράγγειλε στην επιτύμβια πλάκα του να υμνηθεί όχι σαν τραγικός ποιητής αλλά σαν Μαραθωνομάχος, έτσι κι εγώ να απαιτήσω να με τιμήσουν (αν θέλουν να με τιμήσουν) όχι σαν φιλόσοφο, αλλά σαν δάσκαλο”.