ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Οικοδοµώντας την Ελληνική εθνεγερσία
Του Χ.Γ.
Αρχίζω με την άποψη της άλλης πλευράς, αυτήν του Τούρκου ιστορικού Αχμέτ Δζεβδέτ, του διορισθέντος από τον σουλτάνο το 1855 ως επισήμου ιστοριογράφου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
«Η προς επανάστασιν ροπή των Ελλήνων είναι υπόθεσις παλαιά. Όταν ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής εκυρίευσε την Κωνσταντινούπολιν, ήτο φυσικόν ότι εις τας καρδίας των ηττηθέντων και υποταγέντων Ελλήνων έμεινεν ο προς επανάκτησιν της ανεξαρτησίας και της κρατικής εξουσίας πόθος. Διότι κατά τας ιδέας των, νόμιμος κυβέρνησις ήτο μόνη η των Αυτοκρατόρων του Βυζαντίου και επομένως πάσαν άλλην κυβέρνησιν εθεώρουν ως δεσποτικήν».
Δεν υπάρχει αµφιβολία ότι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εµφορούµενος από ελληνική εθνική συνείδηση, όπως του εµφυσήθηκε στο Μυστρά από τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλήθωνα Γεµιστό που οραµατίστηκε την ανασύσταση µιας καθαρά ελληνικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας («Έλληνες εσµέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία µαρτυρεί»), είναι ο κατεξοχήν εκφραστής του πνεύµατος της αντίστασης ένός αναγεννώµενου Ελληνισµού.
Η Μεγάλη Ιδέα της ελληνικής εθνεγερσίας επηρέασε έντονα και την σύγχρονη ελληνική ποίηση, η οποία συνόψισε τα οράµατα του έθνους για την επανάκτηση της Βασιλεύουσας, µε λιτό και επιγραµµατικό τρόπο, µέσα από τους στίχους του Κώστα Καρυωτάκη: «Μαρµαρωµένε βασιλιά, πολύ δεν θα προσµένεις, ένα πρωϊ απ΄ τα νερά, του Βόσπορου κει πέρα, θε να προβάλλει ξαφνικά, µιας Λευτεριάς χαµένης, η δοξασµένη µέρα». Την ψυχογραφία της υπερήφανης αντίστασης κατά των κατακτητών αποδίδουν µε ενάργεια και εσωτερική ζεστασιά τα λόγια του θρυλικού «Γέρου του Μοριά», του τέκτονα Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στον Άγγλο ναύαρχο Χάµιλτον, όταν ο τελευταίος, κατά την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστάσης του 1821, του υπεδείκνυε συµβιβασµό µε τους Τούρκους:
«Εμείς, καπετάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμε με τον Τούρκον. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί, και άλλοι καθώς εμείς εζούσαμεν ελεύθεροι από γεννεά σε γεννεά. Ο Βασιλεύς μας εσκοτώθη. Καμιά συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα Η φρουρά του Βασιλέως μας είναι οι Κλέφτες, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι…και τα βουνά».
Αµέσως µετά την πτώση της Βασιλεύουσας, το σµίλευµα της ψυχής των υπόδουλων Ελλήνων, η πρωτόλεια διαµόρφωση της εθνικής τους συνείδησης, και η προετοιµασία τής δια βίου αντίστασης άρχισε µέσα από την µυητική παιδεία που παρείχετο στα εκκλησιαστικά σχολεία, «φανερά» ή «κρυφά».
Με την πολύπλευρη συµβολή της η Εκκλησία, κατά την πρώϊµη τουλάχιστον φάση της τουρκοκρατίας, απετέλεσε τον στυλοβάτη και τον εµψυχωτή του λαού των χριστιανών, διαχέοντας το φρόνηµα της πίστεως και παράλληλα κρατώντας ζωντανή την ελληνική γλώσσα.
Η γλώσσα παραµένοντας ζωντανή, κρατά ζωντανή την λαϊκή παράδοση, τον λαϊκό µύθο, και το λαϊκό τραγούδι, που έχουν τις ρίζες τους βαθειά µέσα στο αρχαιοελληνικό χώµα, αν κρίνουµε ακόµα και µόνον από την ετυµολογία των λέξεων (το «τραγούδι» για παράδειγµα προέρχεται από την ελληνική «τραγωδία»). Την ιδιαίτερη βαρύτητα όλων αυτών των παραµέτρων επισηµαίνει ο υπέρµαχος της Μεγάλης Ιδέας και πρωτεργάτης του κατοπινού Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) ΄Ιων Δραγούµης: «Πήγαινε στα δηµοτικά τραγούδια, στη δηµοτική τέχνη και στη χωριάτικη λαϊκή ζωή για να βρεις τη γλώσσα σου και την ψυχή σου, και µ΄αυτά τα εφόδια, αν έχεις ορµή µέσα σου και φύσηµα, θα πλάσεις ότι θέλεις, παράδοση και πολιτισµό και αλήθεια και φιλοσοφία». Η γλώσσα, ο θρύλος («Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;») και το τραγούδι, κρατούν ζωντανό τον νου των Ελλήνων, και έτοιµο να αρπάξει την πρώτη ευκαιρία που θα του δίνονταν για να προβάλλει αντίσταση κατά του κατακτητή, διαµορφώνοντας µέσα από αυτήν το νέο έθνος των Ελλήνων.
Γράφει ο Γεώργιος Τυπάλδος, το 1830:
«Εκείνο που εμψύχωνε την ρωμιοσύνη ήταν η φυσική προνόηση και η επιθυμία της ελευθέρωσής της. Καθώς ακόμα, η μία θρησκεία που είχε, η μία γλώσσα που εμίλαε, τα παρόμοια ήθη που την εξεχώριζαν από άλλους. Ετούτα μάλιστα την εκαταστήσαν ένα νέο έθνος. Πλέον εξαπλωμένο από το παλαιό, το οποίο υπάρχοντας με το νου επολέμαε με κάθε τρόπο να υπάρξει και στ΄αλήθεια».
Οι Κλέφτες, οι Αρµατολοί και οι Κουρσάροι των ελληνικών θαλασσών είναι τα απτά παραδείγµατα µιας τέτοιας άναρχης αντίστασης του λαού, διότι αναδύεται από την ιδιοπροσωπία των Ελλήνων, για τους οποίους «να ζεις σηµαίνει ν΄ αντιστέκεσαι». Το πνεύµα της αντίστασης των Ελλήνων εξέφρασε ο τεκτογενής Ανδρέας Κάλβος µέσα από τον εθνικό ποιητικό του λόγο, αναζητώντας το στο αρχαιοελληνικό ένστικτο της Ελευθερίας:
«Όσοι το χάλκεον χέρι, βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας ας έχωσι. Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία. – Αυτή (και ο μύθος κρύπτει, νουν αληθείας), επτέρωσε τον Ίκαρον. Και αν έπεσεν ο πτερωθείς, κ΄επνίγη θαλασσωμένος, αφ΄υψηλά όμως έπεσε, και απέθανεν ελεύθερος».
Πέρα όµως από τους εσωτερικούς χώρους του υπόδουλου ελληνισµού υπάρχουν πάντα και οι «άλλοι Έλληνες», οι Έλληνες της Διασποράς. Οι διανοούµενοι και οι έµποροι, που µε την κινητικότητα του πνεύµατος και την επιχειρηµατικότητα του µυαλού τους, βρίσκονται παντού και στην ώρα τους, συµµετέχοντας στις κοινωνικές και στρατιωτικές αναταραχές της Ευρώπης. Γνωρίζουν ιδέες, πρόσωπα, και πράγµατα. Μέσα από τα κίνηµα του Διαφωτισµού και της εργαλειακής του έκφανσης, του Ελευθεροτεκτονισµού της εποχής, έρχονται σε επαφή και «µπολιάζονται» µε το κλίµα της Γαλλικής Επανάστασης, µε την προσπάθεια απεξάρτησης του ανθρωπίνου πνεύµατος όχι τόσο από το Θείον και το Υπερβατικό όσο από τις νόρµες που θέτουν οι αυτόκλητοι εκπρόσωποι του Θεού επί της γης. Ξεφεύγουν µε αυτόν τον τρόπο από το στενό συντηρητικό πλαίσιο της άρχουσας (υπό τον Τούρκο) ελληνικής τάξης πραγµάτων. Ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Υψηλάντης και οι επίσης τέκτονες διανοούµενοι και έµποροι της «Εταιρείας» αποτελούν την αιχµή του δόρατος της επερχόµενης θύελλας. Και προκαλούν την αντίδραση της καθεστηκυίας ελληνοτουρκικής τάξης πραγµάτων, η οποία δια του Πατριαρχείου («Ρουµ Πατρικανέ») αφορίζει τον ελευθεροτεκτονισµό, φοβούµενη τις φιλελεύθερες ιδέες από τις οποίες εµφορείται, την συνωµοτικότητα του χαρακτήρα του, και το µέγεθος των ανατροπών που µπορεί να επιφέρει, αν τα µέλη του αποφασίσουν να θέσουν σε πράξη αυτά που θεωρητικά πιστεύουν.
Η προετοιµασία, η διοργάνωση και ο σχεδιασµός της Επανάστασης από τους τέκτονες της Εταιρείας των Φιλικών αρχικά, και τον µετέπειτα αρχηγό της, τον µεγάλο τέκτονα Αλέξανδρο Υψηλάντη – για τον οποίον σηµειωτέον το Ελληνικό Έθνος, που θα αναγεννιόταν µέσα από την Οθωµανική Αυτοκρατορία, θα έπρεπε να έχει πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, προσδοκία που του είχε εµφυσηθεί από την ιδιαιτέρα πατρίδα του, τον Πόντο, στα τραγούδια του οποίου ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος υµνείτο ως «Έλλεν Κωνσταντίνος», Κωνσταντίνος ο Έλληνας – όπως και η έκρηξη της Επανάστασης στη συνέχεια, διέτρησε κάθετα τις όποιες κοινωνικές διαστρωµατώσεις της εποχής, ενεργοποίησε το αρχαιοελληνικό ένστικτο της Ελευθερίας αλλά και τις αρχαιοελληνικές ρίζες του Έθνους (για παράδειγµα τα πολεµικά πλοία των επαναστατηµένων Ελλήνων έφεραν, σχεδόν όλα τους, ονόµατα θεών και ηρώων της Αρχαίας Ελλάδας), και κατέδειξε ότι η ζωϊκή της ορµή εκφράστηκε από τους Έλληνες αγωνιστές, τους οπλαρχηγούς και τους ναυµάχους, τους κλεφταρµατολούς και τους κουρσάρους, µε τους οποίους συµπαρατάχθηκε ο υπόδουλος λαός που ανταποκρίθηκε µαζικά στο κάλεσµα του ξεσηκωµού («Τρέξατε, δεύτε οι των Ελλήνων παίδες, ήλθ΄ ο καιρός της δόξης, τους ευκλεείς προγόνους µας ας µιµηθώµεν», από το ποίηµα «Εις Δόξαν» του Ανδρέα Κάλβου).
Πολλοί από τους καλύτερους αγωνιστές, όπως οι Σουλιώτες πολέµαρχοι και οι Πελοποννήσιοι κλεφταρµατολοί, είχαν κατά την προεπαναστατική εποχή καταφύγει στα Επτάνησα, οι µεν πρώτοι µετά την εκδίωξή τους από τον Αλή πασά (1803), οι δε δεύτεροι µετά το χάλασµα του κλέφτικου στην Πελοπόννησο (1806). Εκεί κατετάγησαν σε γαλλικά, και στη συνέχεια σε αγγλικά στρατιωτικά σώµατα, γνωρίσθηκαν και ανέπτυξαν δεσµούς µεταξύ τους, ήρθαν σε επαφή µε την ευρωπαϊκή πολεµική τέχνη αλλά και τον ντόπιο πληθυσµό, ο οποίος λόγω της ηπιότερης και ευρωπαϊκής µορφής κατοχής, είχε την ευκαιρία, παράλληλα µε την διατήρηση ακέραιας της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας, να εναρµονισθεί καλύτερα µε τα ευρωπαϊκά δρώµενα. Λόγω αυτής τους της ιδιαιτερότητας, τα Επτάνησα λειτούργησαν και ως καταφύγιο αλλά και ως πολύπλευρο διδασκαλείο και εφαλτήριο ποιότητος για τους Έλληνες αγωνιστές (για παράδειγµα ο Μάρκος Μπότσαρης συνέταξε Ελληνοαλβανικό Λεξικό κατά την εκεί παραµονή του), που στην συνέχεια αποτέλεσαν τους επίλεκτους µαχητές της Ελληνικής Επανάστασης.
Τα Επτάνησα µε την παρουσία τεκτόνων και τεκτογενών πνευµατικών ανδρών µεγάλου βεληνεκούς, όπως του Ιωάννη Καποδίστρια αρχικά, του Διονυσίου Ρώµα, του Διονυσίου Σολωµού και του Ανδρέα Κάλβου, οι οποίοι δεν ήταν παρά κορυφαίες εκφάνσεις µιας ευρύτερης ελληνοευρωπαϊκής κουλτούρας, αλλά και την παρουσία τεκτονικών στοών που έδρασαν ως πρόδροµα µυητικά κέντρα της Φιλικής Εταιρείας, αποτέλεσαν αφενός µεν το ζωντανό σηµείο επαφής µεταξύ Ευρώπης και κυρίως Ελλάδος και αφετέρου κέντρο δικτύωσης και προγεφύρωµα εισόδου ανθρώπων (Ελλήνων και Φιλελλήνων, όπως για παράδειγµα ο επίσης τέκτων Λόρδος Βύρων) και φιλελεύθερων προοδευτικών ιδεών, στην επαναστατηµένη Ελλάδα. Κατ΄αναλογία µε την Μάνη, το Σούλι και τα Σφακιά, που αποτελούσαν τα στρατιωτικά προπύργια του έθνους, την Πελοπόννησο µε επίκεντρο την Αχαΐα, που αποτελούσε την πολιτική του θωράκιση και τας ναυτικάς νήσους (Ύδρα-Σπέτσες-Ψαρά) που του παρείχαν την θαλάσσια δύναµή του, τα Επτάνησα αποτέλεσαν τον πνευµατικό πνεύµονα της Ελλάδος και την ζώσα πηγή της εθνικής της ποίησης.
Ο σκληρός και πολυαίµακτος αγώνας των Ελλήνων µπορεί κάποια στιγµή να φάνηκε ότι είχε χαθεί στρατιωτικά, πριν από τις επεµβάσεις των Μεγάλων Δυνάµεων, όπως θέλουν να διατείνονται οι Τούρκοι ιστορικοί, όµως ο διαιτητής δεν είχε ακόµη κηρύξει την λήξη του αγώνα. Όταν το έκανε η Ελλάδα ήταν πια ανεξάρτητο κράτος. Οι Τούρκοι ιστορικοί θέλουν να διακόπτεται το παιχνίδι, πριν ακόµα τελειώσει, και ενώ η Τουρκία προηγείται στο σκορ. Γιατί, κατά την άποψή τους οι µεγάλοι σύµµαχοι της Ελλάδος ήταν αυτοί που τελικά νίκησαν. Με την ίδια λογική, οι Έλληνες θα έπρεπε να θεωρούν περατωθέντα τον αγώνα τους το 1823, πριν εισβάλει µια σύµµαχος της Τουρκίας χώρα, η Αίγυπτος (µε τον Ιµπραήµ), όταν οι Έλληνες µόνοι τους είχαν κατορθώσει να ελευθερώσουν πλήρως, αυτό το κοµµάτι της Ελλάδος που τελικά κηρύχτηκε ανεξάρτητο το 1832.
Επιπροσθέτως, η επέµβαση των Δυνάµεων προκρίθηκε από αυτές όταν αντελήφθησαν ότι η Ελλάς µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο δεν υπήρχε ποτέ πια περίπτωση να συζήσει µε τους Τούρκους. Ακόµα και στην περίπτωση που θα έµενε απλά επαναστατηµένη, το κόστος και µόνον της ανωµαλίας που θα προκαλούσε η Ελλάδα, από τις ανεξέλεγκτες ναυτικές δράσεις των Ελλήνων στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, στο ζωτικό εµπόριο και την ναυσιπλοϊα της Δύσης, ήταν αρκετό για να τις κάνει να επιβάλουν µια λύση. Πολύ δε περισσότερο όταν επικρέµονταν η προοπτική να δουν την Ελλάδα ανεξάρτητη, µε την βοήθεια µιας µόνον δυνάµεως εξ΄αυτών, εξέλιξη που θα έθιγε τα ζωτικά συµφέροντα των δύο άλλων.
Η Ελληνική Επανάσταση κατέδειξε το πώς µια πολεµική ήττα µπορεί να µεταµορφωθεί σε νίκη, όταν το πείσµα και η εµµονή στον αγώνα προέρχονται από έναν λαό που, µέσα ακριβώς από το αίµα που έχυσε µαχόµενος τον κατακτητή πριν και κατά την διάρκεια της Επανάστασης, ανέπτυξε την εθνική του αυτοσυνειδησία. Γιατί οι γενναίοι του λαού που κράτησαν ζωντανό τον αγώνα, συνειδητοποιηµένοι Έλληνες πλέον, δεν επρόκειτο να κάνουν πίσω, µπροστά σε οποιαδήποτε ιδιοτελή συναλλαγή που θα τους προσέφεραν οι κατακτητές.
Γιατί «Έλληνες» ένιωθαν τους εαυτούς τους οι ξεσηκωµένοι και ας µην µπορούσε ο Μέττερνιχ να καταλάβει «Τί είναι Ελλάς», µια και ο όρος εχρησιµοποιείτο, όπως απαξιωτικά συνήθιζε να λέγει: «αδιακρίτως µε την σηµασία γεωγραφικού χώρου, φυλής, γλώσσας, και ακόµα θρησκείας». Ό,τι πάντως δεν µπορούσε να καταλάβει ο Μέττερνιχ, το κατάλαβαν καλά οι Μεγάλες Δυνάµεις οι οποίες, αντιµέτωπες µε την ελληνική εθνογένεση, περιχαράκωσαν αρχικά το ελληνικό έθνος στα ασφυκτικά για την πραγµατική του έκταση σύνορα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους του 1832, προδιαγράφοντας έτσι την ανάδυση της Μεγάλης Ιδέας, µέσα από τους αλυτρωτικούς αγώνες των Ελλήνων:
της Κρήτης (Κρητική επανάσταση κατά των Τούρκων κατά την περίοδο 1866-1868 – η οποία σφραγίσθηκε µε το ολοκαύτωµα στο Αρκάδι τον Νοέµβριο του 1866, νέα επανάσταση το 1889, κατάληψή της από τον ελληνικό στόλο το 1897 και εκδίωξη των Τούρκων από τους Άγγλους το 1898, επανάσταση του Θερίσσου µε τον τέκτονα Ελευθέριο Βενιζέλο το 1905, και ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα, πρακτικά από το 1908),
της Μακεδονίας (Μακεδονικός Αγώνας εναντίον των Βουλγάρων κοµιτατζήδων την περίοδο 1904-1908, µε προεξάρχουσες µορφές τον τέκτονα Παύλο Μελά και τον Ίωνα Δραγούµη, και απελευθέρωση της Μακεδονίας µετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέµους του 1912-1913),
της Ηπείρου (Βορειοηπειρωτικός Αγώνας για την αυτονοµία της Βορείου Ηπείρου το 1914 µε πρωτοστατούντα τον Γεώργιο Ζωγράφο, αµέσως µετά την απελευθέρωση της Ηπείρου κατά τους Βαλκανικούς πολέµους του 1912-1913,
της Μικρασίας (κατάληψη της Σµύρνης από τον ελληνικό στρατό το 1919, Μικρασιατική εκστρατεία του 1920-1922, και καταστροφή της Σµύρνης από τους Τούρκους το 1922),
και της Κύπρου (Κυπριακός αγώνας της ΕΟΚΑ εναντίον των Άγγλων, για ένωση της Μεγαλονήσου µε την Ελλάδα, κατά την περίοδο 1955-1959), που ήταν µοιραίο να ακολουθήσουν κατά την ιστορική διαδροµή του ελληνισµού.
Η ελληνική εθνογένεση απέδειξε περίτρανα στον Μέττερνιχ και τον κάθε Μέττερνιχ (του παρελθόντος, του παρόντος ή του µέλλοντος), ότι η Ελλάς δεν είναι ουσία γυµνή, ουσία ανυπόστατος καθώς, όπως επεσήµανε ο Μέγας Βασίλειος, η ουσία έχει πάντοτε τρόπον υπάρξεως, έχει υπόσταση, και θα προσέθετα εγώ, έχει ενέργεια και εντελέχεια, έχει µεταφυσική θεµελίωση και διαλεκτική δυνατότητα. Έτσι έγινε η Επανάσταση. Επιχειρώντας αυτό που πάντα επιχειρούσαν οι Έλληνες. Εκείνοι «οι Έλληνες», που, όπως και οι αρχαίοι τους πρόγονοι σύµφωνα µε τον τέκτονα Ζοζέφ ντε Μαίστρ, «οπλισµένοι µε µία παράφρονα διαλεκτική, θέλησαν να διαιρέσουν το αδιαίρετο, να διεισδύσουν στο αδιαπέραστο». Οι Έλληνες που επιβεβαίωσαν µε την επαναστατική τους δράση το λεχθέν από τον τέκτονα Βενιαµίν τον Λέσβιο, στα «Στοιχεία της Μεταφυσικής» του, το 1820:
«Η φύση έχει θέσει όρια στις προσδοκίες των άλλων ανθρώπων, όχι όμως και των Ελλήνων. Οι Έλληνες ούτε στο παρελθόν ούτε τώρα υπόκεινται στους νόμους της φύσης».
Ήταν οι Έλληνες της αδιάλλακτης αντίστασης σε αντιπαράθεση µε εκείνους της ανοχής, της προσαρµογής, της κολακείας και της χαµέρπειας.
Γιατί, όπως σηµειώνει ο Δηµήτριος Βικέλας στον «Λουκή Λάρα», το 1884:
«Έθνη κλίνοντα τον αυχένα εις την δουλείαν, και μόνην διέξοδον ζητούντα εν τη διαφθορά των κυρίων των, δεν είναι άξια της ελευθερίας. Η αναγέννησις της Ελλάδος δεν έπρεπε να γίνη δια πασάδων χριστιανών. Η ελευθερία έπρεπε να ανακτηθεί ως ανεκτήθη, δια της σπάθης και δια θυσιών ακατολογίστων».
Και ανεκτήθη, έτσι ακριβώς, από τους γνωστούς και άγνωστους στρατιώτες του ΄21 και τους συνεχιστές τους, τους υπέρµαχους του αδάµαστου λακωνικού πνεύµατος της αντίστασης του Λεωνίδα και του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, τους υπέρ Πίστεως και Πατρίδος Πεσόντες.
Ένα σεµνό προσκλητήριο αυτών που έπεσαν στους απελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων, είναι ο ελάχιστος φόρος τιµής που µπορεί κανείς να σκεφθεί για τους τόσους και τόσους επώνυµους και ανώνυµους ήρωες που γέννησε η Ελλάδα µέσα σε ένα τόσο σύντοµο χρονικό διάστηµα.